αποσπώ — αποσπώ, απέσπασα βλ. πίν. 71 Σημειώσεις: αποσπώ : στον απλό προφορικό λόγο απαντάται στον ενεστ. και η κλίση κατά το περνάω (βλ. πίν. 68 ) … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
αποσπώ — (ΑΜ ἀποσπῶ, άω) 1. τραβώ βίαια, αποχωρίζω 2. απομακρύνω κάποιον από κάτι μσν. νεοελλ. 1. τραβώ, ξεριζώνω 2. (για δέντρα) σπάζω 3. ελευθερώνω νεοελλ. (για υπαλλήλους και στρατιωτικούς) μετακινώ κάποιον προσωρινά από την οργανική του θέση σε άλλη… … Dictionary of Greek
αποσπώ — ασα, άστηκα, ασμένος 1. αποχωρίζω κάτι από ένα σύνολο, αποτραβώ, απομακρύνω: Δεν μπόρεσαν να τον αποσπάσουν από τους κακούς εκείνους φίλους του. 2. μεταθέτω προσωρινά υπάλληλο ή στρατιωτικό από την οργανική του υπηρεσία σε μιαν άλλη: Τον… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
παρασπώ — άω, Α 1. σέρνω βίαια, αποσπώ από τα πλάγια 2. εκλέγω, διαλέγω για τον εαυτό μου 3. μτφ. αποσπώ 4. μέσ. παρασπώμαι αποσπώ κάποιον ή κάτι από κάποιον άλλο για τον εαυτό μου 5. (ως αυτοπαθές) αποσπώ τον εαυτό μου από κάποιον, αποσύρομαι 6. (η μτχ.… … Dictionary of Greek
αφέλκω — ἀφέλκω (Α) 1. αποσπώ, σέρνω βίαια 2. απομακρύνω ρήτορα από το βήμα 3. εκτρέπω, αποσπώ την προσοχή στρέφοντάς την αλλού 4. (δέρμα) γδέρνω 5. (για πλοία) σύρω, ρυμουλκώ 6. (για υγρά) ρουφώ 7. μέσ. βγάζω, αποσπώ, τραβώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < αφ (< απο )… … Dictionary of Greek
τίλλω — ΝΜΑ 1. αποσπώ με βίαιο τρόπο τις τρίχες μου, μαδώ («πολιὰς δ ἄρ ἀνὰ τρίχας ἕλκετο χερσί, τίλλων ἐκ κεφαλῆς», Ομ. Ιλ.) 2. (στη νεοελλ. μόνο το ενεργ., ενώ στη μσν. και στην αρχ. μόνον το μέσ.) τίλλομαι ξεριζώνω τις τρίχες τής κεφαλής μου ως… … Dictionary of Greek
εκμοχλεύω — (AM ἐκμοχλεύω) 1. αποσπώ ή μετατοπίζω κάτι με τη βοήθεια μοχλού 2. αποσπώ βίαια κάτι αρχ. 1. παραβιάζω, διαστρεβλώνω 2. ιατρ. εξαρθρώνω … Dictionary of Greek
ολοτίλλω — ὁλοτίλλω (Α) αποσπώ κάτι με τη ρίζα του, ξεριζώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < όλ(ο) * + τίλλω «αποσπώ, περικόπτω, μαδώ»] … Dictionary of Greek
παρατίλλω — ΜΑ μσν. μέσ. παρατίλλομαι αραιώνω πυκνοσπαρμένη φυτεία με απόσπαση μερικών φυτών αρχ. 1. αποσπώ τις τρίχες από τα διάφορα μέρη τού σώματος κάποιου, εκτός τής κεφαλής («τὰς βλεφαρίδας σου παρατιλῶ», Αριστοφ.) 2. μέσ. (γενικά) αποσπώ τις τρίχες μου … Dictionary of Greek
περισπώ — περισπῶ, άω ΝΜΑ [σπω] 1. ενεργ. αποσπώ την προσοχή κάποιου από την κύρια ασχολία του και τήν κατευθύνω αλλού, φέρω περισπασμό, απασχολώ, διασπώ την προσοχή 2. παθ. περισπῶμαι, άομαι αποσπώμαι από την κύρια εργασία, μου 3. γραμμ. θέτω το σημείο… … Dictionary of Greek